Πήτερ Μάρσαλ

Απαιτώντας το αδύνατο – Η ιστορία του αναρχισμού

Εισαγωγή

Η αναρχία είναι τρόμος, η συγκρότηση των απελπισμένων που πετώντας βόμβες εύχονται το τέλος του πολιτισμού. Η αναρχία είναι το χάος, όταν ο νόμος και η τάξη καταρρέουν και τα καταστροφικά πάθη των ανθρώπων εξεγείρονται. Η αναρχία ειναι μηδενισμός, η εγκατάλειψη όλων των ηθικών αξιών και το λυκόφως της λογικής. Aυτό είναι το φάντασμα της αναρχίας που στοιχειώνει την έδρα του δικαστή και το υπουργικό συμβούλιο. Στη λαική φαντασία και στη καθημερινή μας γλώσσα, η αναρχία σχετίζεται με τη καταστροφή και την ανυποταγή αλλά και με τη χαλάρωση και την ελευθερία. Ο αναρχικός απ’ οτι φαίνεται βρίσκει καλή παρέα στους βάνδαλους, τους εικονοκλάστες, τους άγριους, τους βάρβαρους και τους ρουφιάνους. Έχει αποθανατιστεί για της επόμενες γενιές στη νουβέλα του Τζόζεφ Κόνραντ “Ο Μυστικός Πράκτορας”(1907) ως ο φανατικός που προσβλέπει στη κατάρρευση των κυβερνήσεων και της πολιτισμένης κοινωνίας.

Δεν αποτελεί έκπληξη που ο αναρχισμός έτυχε αρνητικής δημοσιότητας. Είναι πολύ συνηθισμένο να απορρίπτουμε το ιδεατό του για γνήσια ελευθερία ως ουτοπικό στη καλύτερη των περιπτώσεων ή ακόμη χειρότερα, ως μια επικίνδυνη χείμαιρα.

Οι αναρχικοί απορίπτονται ως τρελοί υπονομευτές, άκαμπτοι εξτρεμιστές και επικίνδυνοι τρομοκράτες από τη μια ή ως αφελείς ονειροπαρμένοι και ευγενείς άγιοι απο την άλλη. Ο Αμερικανός πρόεδρος Θήοντορ Ρουσβελτ διακήρυξε στο τέλος του προπερασμένου αιώνα πως : “O αναρχισμός είναι το έγκλημα κατά ολόκληρου του ανθρώπινου γένους και όλη η ανθρωπότητα θα πρέπει να ενωθεί ενάντια στους αναρχικούς”.

Για να είμαστε ακριβείς μόνο μια μίκρη μειοψηφεία αναρχικών εφάρμοσε το τρόμο ως μια επαναστατική στρατηγική και κυρίως στη δεκαετία του 1890, όταν σε μια περίοδο πλήρους απελπισίας υπήρξε μια πλημυρίδα απο θεαματικές βομβιστικές επιθέσεις και πολιτικές δολοφονίες. Αν και συχνά σχετίζεται με τη βία, ιστορικά ο αναρχισμός υπήρξε μακράν λιγότερο βίαιος από άλλες πολιτικές συγκροτήσεις, και εμφανίζεται σαν μια αναιμική νεολαία που σπρώχνεται στην άκρη του δρόμου απο τις παρελαύνουσες ορδές των φασιστών και των απολυταρχικών κομμουνιστών.

Δεν έχει το μονοπώλιο στη βία και συγκρινόμενος με τον Εθνικισμό , το Λαικισμό και τη Μοναρχία εχει υπάρξει σχετικά ειρηνικός. Περαιτέρω, ως μια παράδοση που περικλείει σκεπτόμενους και ειρηνικούς ανθρώπους όπως ο Γκόντγουιν, o Προυντόν, o Κροπότκιν,  και ο Τολστόυ, με ευκολία μπορεί να απορριφθεί σαν εγγενώς τρομοκρατικος και μηδενιστικός. Από τους κλασικούς αναρχικούς μόνο ο Μπακούνιν εξύμνησε τη ποίηση της καταστροφής στα πρότερα έργα του και αυτό διότι όπως πολλοί άλλοι στοχαστές και καλλιτέχνες ένιωσε ότι πρώτα ήταν απαραίτητο να καταστραφεί το παλιό για να γεννηθεί το νέο.

Η κυρίαρχη γλώσσα και κουλτούρα σε μια κοινωνία τείνει να ανακλά τις αξίες και τις ιδέες αυτών που είναι στην εξουσία. Οι αναρχικοί πιο πολύ από τους περισσότερους υπήρξαν θύματα της τυρανίας στενών εννοιών, και παγιδεύτηκαν σε αυτό που οΤόμας Πέην αποκάλεσε “Η Βαστίλη της λέξης”. Αλλά είναι εύκολο να δούμε γιατί οι εξουσιαστές φοβούνται την αναρχία και “ταμπελώνουν” τους αναρχικούς ως καταστροφικούς φανατικούς. Γιατί αμφισβητούν τα ίδια τα θεμέλια της εξουσίας τους. Η λέξη “anarchy” προέρχεται από την Ελληνική λέξη “αναρxία”που σημαίνει την ύπαρξη “χωρίς αρχηγό” αλλά συνήθως μεταφράζεται και ερμηνεύεται ως “χωρίς εξουσιαστη”. Από την αρχή, ήτανε λογικό για τους εξουσιαστές να λένε στα αντικείμενα τους ότι χωρίς την εξουσία τους θα επέρχονταν ο όλεθρος. Όπως έγραψε ο Γέητς :”Πράγματα καταρρέουν,το κέντρο δεν μπορεί να κρατήσει, και μόνο αναρχία εξαπολυεται στο κόσμο”.

Kατά τον ίδιο τρόπο, οι υποστηρικτές του νόμου επιχειρηματολογούν πως ένα κράτος δίχως νόμους θα σήμαινε αβεβαιότητα, ατιμωρησία και βία. Άρα οι κυβερνήσεις και οι νόμοι είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της τάξης και της ηρεμίας.

Αλλά έγινε ολοένα και πιο ξεκάθαρο σε γενναίους και ανεξάρτητους διανοούμενους ότι ενώ τα Κράτη και οι κυβερνήσεις θεωρητικά αποσκοπούσαν στο να αποτρέπουν την αδικία, στην ουσία διαιώνιζαν την καταπίεση και την ανισότητα. Το Κράτος με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του, το νόμο, τη δικαιοσύνη, τις φυλακές και το στρατό έφτασε να θεωρήται όχι ως η θεραπεία, αλλά ως πρωταρχικό αίτιο της κοινωνικής αταξίας. Τέτοιοι ανορθόδοξοι στοχαστές πήγαν ακόμα παραπέρα με το να υπονοήσουν το εξής εξωπραγματικό, πως μια κοινωνία χωρίς εξουσιαστές δεν θα υποχωρούσε σε μια κατάσταση χαοτικής ακυβερνησίας, αλλά ίσως παρήγαγε τη πιο επιθυμητή μορφή μιας εύτακτης ανθρώπινης ύπαρξης.

Το “κράτος τη φύσης”, η κοινωνία διχως κυβέρνηση, δε χρειάζεται τελικά να είναι ο εφιάλτης του Χόμπς, αυτός του μόνιμου πολέμου όλων εναντίων όλων, αλλά μάλλον μια κατάσταση ειρηνικής και παραγωγικής διαβίωσης. Σαφώς θα έμοιαζε πιο κοντά στο κράτος της φύσης του Λόκ, στο οποίο οι άνθρωποι ζούν από κοινού σε ένα κράτος “τέλειας ελευθερίας στο να καθορίζουν τις πράξεις τους”, στα πλαίσια ενός νόμου της φύσης,  και “ζούν σύμφωνα με τη λογική, δίχως ένα κοινό προιστάμενο στη γη με την εξουσία να κρίνει ανάμεσα τους”. Oι αναρχικοί αποφεύγουν τη πρόταση του Λόκ, ότι σε μια τέτοια κατάσταση η απόλαυση τη ζωής και της ιδιοκτησίας θα ήταν απαραίτητα αβέβαιη η άβολη.

Για αυτό το λόγο, ο Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν, ο πρώτος αυτο-αποκαλούμενος αναρχικός, γράφοντας το δέκατο ένατο αιώνα, διατύπωσε το ακόλουθο παράδοξο: “Η Αναρχία είναι Τάξη”. Αυτή η επαναστατική εισαγωγή του, αντηχεί έκτοτε, γεμίζοντας με φόβο τους εξουσιαστές μιας και μπορεί να ξεπεραστούν, και εμπνέει τους αλοτριωμένους και τους σκεπτόμενους με ελπίδα, μιας και μπορούν να φανταστουν μια εποχή που μπορεί και να είναι ελεύθεροι να κυβερνήσουν τους εαυτούς τους.

Το ιστορικό αναρχικό κίνημα έφτασε στο υψηλότερο σημείο του μέχρι σήμερα σε δύο από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις του εικοστού αιώνα – τη Ρωσική και την Ισπανική. Στη Ρωσική Επανάσταση, οι αναρχικοί προσπάθησαν να δώσουν νόημα στο σύνθημα “Όλη η εξουσία στα σοβιέτ”, και σε πολλές περιοχές, ιδίως στην Ουκρανία, εγκαθίδρυσαν ελεύθερες κομμούνες.

Αλλά ενώ οι Μπολσεβίκοι συγκέντρωναν τις δυνάμεις τους, οι αναρχικοί άρχισαν να χάνουν έδαφος.  Ο Τρότσκυ ως επικεφαλής του Κόκκινου Στρατού, συνέτριψε το αναρχικό κίνημα με ηγέτη το Νέστορ Μάχνο στην Ουκρανία, και κατέστειλε τη τελευταία ελευθεριακή επανάσταση ναυτικών και εργατών, γνωστή ως “Ανταρσία της Κροστάνδης” στα 1921.

Μακράν το μεγαλύτερο αναρχικό πείραμα έλαβε χώρα στην Ισπανία τη δεκαετία του 1930. Στο ξεκίνημα του Ισπανικού Εμφυλίου, χωρικοί κυρίως από την Ανδαλουσία, την Αραγωνία και τη Βαλένθια, οργάνωσαν με οίστρο ενα δίκτυο απο κολλεκτίβες σε χιλιάδες χωριά. Στην Καταλωνία, το πιο ανεπτυγμένο βιομηχανικά μέρος της Ισπανίας, αναρχικοί διαχειρίζοταν τις βιομηχανίες μέσω εργατικών κολεκτιβών, βασισμένων στις αρχές της αυτοδιαχείρησης. Ο Τζώρτζ Όργουελ έχει αφήσει μια αξιωσημείωτη καταγραφή της επαναστατικής ατμόσφαιρας στο βιβλίο του “Προσκήνημα στη Καταλωνία”(1938). Όμως η ανάμειξη της φασιστικής Ιταλίας και Γερμανίας στο πλευρό του Φράνκο και των ανταρτών του, και η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης να μειώσει την ήδη περιορισμένη παροχή οπλισμού μέσω των κομμουνιστών, σήμαινε πως το πείραμα ήταν καταδικασμένο. Κομμουνιστές και αναρχικοί πολέμησαν μεταξύ τους στη Βαρκελώνη το 1937, και ο Φράνκο θριάμβευσε σύντομα μετά. Εκατομμύρια Ισπανών αναρχικών πέρασαν στη παρανομία η έχασαν το δρόμο τους.

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος που ακολούθησε διέλυσε το διεθνές αναρχικό κίνημα, και οι πιο αφοσιωμένοι περιορίστικαν στην κυκλοφορία μικρών περιοδικών και τη καταγραφή περασμένων μεγαλείων. Μόνο η στρατηγική της πολιτικής ανυπακοής του Γκάντι, που χρησιμοποιήθηκε για να εκδιώξει τους Άγγλους από την Ινδία και το όραμα του για μια αποκεντροποιημένη κοινωνία βασισμένη σε αυτόνομα χωριά, φάνηκε να δείχνουν κάποια φωτεινά σημεία ελευθεριακής σκέψης. Όταν ο Τζώρτζ Γούντκοκ έγραψε τη δικιά του ιστορία του αναρχισμού στις αρχές του 1960, μετά λύπης συμπέρανε ότι το αναρχικό κίνημα ήταν ένας χαμένος σκοπός και ότι το αναρχικό ιδεώδες μπορούσε πρωτίστως να μας βοηθήσει στο “να κρίνουμε τη κατάσταση μας και να δούμε τους στόχους μας”. Επίσης ο ιστορικός Τζέημς Τζόλλ πρόσθεσε την δικιά του ελεγειακή νότα σύντομα μετά και ανακοίνωσε την αποτυχία του αναρχισμού ως μιας σοβαρής πολιτικής και κοινωνικής δύναμης”, ενω ο κοινωνιολόγος Ίρβαιν Χόροβιτζ επιχειρηματολόγησε λέγοντας πως “ήταν καταδικασμένος απο την αρχή σε αποτυχία”.

Τα γεγονότα σύντομα τους απέδειξαν λάθος. Ο αναρχισμός σαν ενα ηφαίστιο αξιών και ιδεών ήταν ανενεργός και όχι εξαφανισμένος. Η δεκαετία του εξήντα γνώρισε μια αξιοσημείωτη αναγέννηση αν και σε μια πρωτοεμφανιζόμενη και πιο εξαπλωμένη μορφή. Πολλά απο τα θέματα της Νέας Αριστεράς – η αποκέντρωση, η κατοχή του ελέγχου απο τους εργάτες, η συμμετοχική δημοκρατία – ήταν κεντρικές αναρχικές προτεραιότητες. Bαθιά σκεπτόμενοι Μαρξιστές όπως ο E.Π. Τόμσον ξεκίνησαν να αποκαλούν τους εαυτούς τους “ελευθεριακούς σοσιαλιστύς” ύστε να αποστασιοποιηθούν απο τις απολυταρχικύς τακτικύς των κομμύτων της πρωτοπορίας. Η ανάπτυξη της αντικουλτούρας, βασισμένη στην ατομικότητα, τη κοινότητα, και την απόλαυση, εξέφραζε μια βαθιά αναρχική ευαισθησία, αν όχι μια αυτο-συνείδητη γνώση. Για μια ακόμα φορά έγινε ρεαλιστικό το να απαιτείς το ακατόρθωτο.

Κουρασμένοι από τους απρόσωπους μονολιθικούς θεσμούς, το κενό παραπλανητικό λόγο των πολιτικών καριέρας, και τη γκρίζα εργασιακή μονοτονία, η δυσαρεστημένη νεολαία ύψωσε τη μαύρη σημαία σε Λονδίνο, Παρίσι, Άμστερνταμ, Βερολίνο, Σικάγο, Πόλη του Μεξικό, Μπουένος Άιρες και Τόκυο. Οι μαθητικές εξεγέρσεις του 1968 υπήρξαν ελευθεριακής έμπνευσης. Στο Παρίσι οι αφίσες στους δρόμους παραδόξως διακύρησαν : “Να είστε ρεαλιστές, απαιτήτε το αδύνατο”, “Απαγορεύεται να απαγορεύεις” και “Η φαντασία στην Εξουσία”.

Οι Καταστασιακοί καλούσαν για ενα εκτεταμένο μετασχηματισμό της καθημερινότητας. Οι Provos και οι Kabouters στην Ολλανδία συνέχιζαν τη παράδοση της δημιουργικής αντιπαράθεσης. Οι αυθόρμητες εξεγέρσεις και αντιπαραθέσεις αυτής της περιόδου έδειξαν πόσο ευάλωτα θα μπορούσαν να είναι τα σύγχρονα συγκεντρωτικά Κράτη.

Οι ιστορικοί κράτησαν σημειώσεις. Tο “L’Anarchisme: de la doctrine a l’action(1965), του Ντανιέλ Γκερέν αντανάκλασε αλλά και βοήθησε να αναπτυχθεί μια ελευθεριακή ευαισθησία τη δεκαετία του ’60: έγινε best seller και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Ο Γκερέν κατέληξε ότι μπορεί να υπάρξει Κρατικός κομμουνισμός αλλά όχι αναρχισμός, ο οποίος, ήταν εκτός των αναγκών του σύνχρονου κόσμου και αισθάνθηκε οτι η πρόβλεψη του επαληθεύτηκε πλήρως από τα γεγονότα της Πράγας και του Παρισιού το 1968. Ο Τζόλ υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει ότι ο αναρχισμός συνέχιζε να είναι μια ζωντανή παράδοση και όχι μόνο ψυχολογικού η ιστορικού ενδιαφέροντος. Ο Γούντκοκ επίσης εξομολογήθηκε ότι υπήρξε βιαστικός στο να ανακυρήξει τον αναρχισμό ένα βήμα πριν το θάνατο. Σαφώς, βρίσκοταν  μακριά από τον επιθανάτιο ρόγχο του και είχε γίνει “ένας Φοίνικας σε μια αφυπνηζόμενη έρημο”.

Ο αναμενόμενος μετασχηματισμός της καθημερινότητας δεν ήρθε στη δεκαετία του ’70, αλλά η επιροή των αναρχικών συνέχισε να αποκαλύπτεται σε πολλά πειράματα επάνω στη ζωή σε κοινότητες στην Ευρώπη και τη Νότια Αμερική στα οποία επιχειρήθηκε να δημιουργηθούν ελεύθερες ζώνες μέσα στα Εταιρικά Κράτη.

Το κίνημα για τον έλεγχο στα χέρια των εργατών και την αυτοδιαχείρηση αντηχούσε τις αρχές του αναρχο-συνδικαλισμου. Τα κινήματα ειρήνης και γυναικών είχαν εντυπωσιαστει απο την αναρχική κριτική στη κυριαρχία και την ιεραρχία, και υιοθετήσει σε διάφορους βαθμούς την αναρχική έμφαση στην άμεση δράση και τη συμμετοχική δημοκρατία. Το κίνημα των Πράσινων είναι αναρχικό στην επιθυμία του να αποκεντροποιήσει την οικονομία και να αποδομήσει τη προσωπική και πολιτική εξουσία. Αναρχικοί έχουν επιρρεάσει τα πεδία της εκπαίδευσης, των συνδικάτων, του κοινοτικού σχεδιασμού και της κουλτούρας.

Η πρόσφατη τάση προς πιο στρατικοποιημένες, συγκεντρωτικές και μυστικοπαθείς κυβερνήσεις δημιούργησε ενα αντι-κίνημα ανθρώπων που αμφισβητούν την εξουσία και επιμένουν να σκέφτονται για τους εαυτούς τους.

Στα απομεινάρια των ολοκληρωτικών σοσιαλιστικών καθεστώτων, υπάρχει μια διαδεδομένη απαίτηση για περισσότερο αυτό-προσδιορισμό και θεμελιώδεις ελευθερίες. Στις ανεξάρτητες δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ο ρόλος του Κράτους έχει έρθει και πάλι στη συζήτηση, και νέοι ριζοσπάστες διαβάζουν Μπακούνιν και Κροπότκιν για πρώτη φορά. Πρίν την επέμβαση των τάνκς, οι -μαθητικής έμπνευσης- διαδηλώσεις στη Κίνα το Μάιο του 1989 έδειξαν τις δημιουργικές πιθανότητες της μή-βίαιης άμεσης δράσης και οδήγησαν σε καλέσματα για αυτόνομα συνδικάτα και αυτοδιαχείρηση στα αναρχικά πρότυπα.Στη Δύση, πολλοί από τη Δεξιά στράφηκαν επίσης στους αναρχικούς στοχαστές για έμπνευση. Ενα νέο κίνημα υπέρ του αναρχο-καπιταλισμού αναδύθηκε το οποίο ήθελε την απορύθμιση της οικονομίας και να δώσει ένα τέλος στον κυβερνητικό παρεμβατισμό. Αν και στη πράξη έκαναν το αντίθετο, η πρωθυπουργός της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ προσπάθησε να “οπισθοχωρίσει τα σύνορα του κράτους”, ενώ στις Η.Π.Α. ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν ήθελε να τον θυμούνται πρωταρχικά για το ότι “ξεφόρτωσε τη κυβέρνηση από τις πλάτες των ανθρώπων”. Το Φιλελεύθερο κόμμα το οποίο ώθησε αυτές τις ιδέες παραπέρα, έγινε το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1980.

Είναι ξεκάθαρη πρόθεση αυτού του βιβλίου να αναδείξει την ύπαρξη μιας μεγάλης αναρχικής παράδοσης η οποία προσφέρει πολλές ιδέες και αξίες σχετικές με τα σύγχρονα θέματα και προβλήματα. Δεν έχει σκοπό, όπως πολλές άλλες μελέτες του αναρχισμού, να είναι μια μεταμφιεσμένη μορφή προπαγάνδας, επιτιθέμενη στις Μαρξιστικές  και Φιλελεύθερες κριτικές, μόνο και μόνο για  να θεμελιώσει την ιστορική σημασία και σύνδεση του αναρχισμού. Ούτε προσφέρει, όπως η πρόσφατη δουλεια του David Miller, έναν απολογισμό του αναρχισμύυ ως ιδεολογία, ως ένα κατανοητό δόγμα που εκφράζει τα συμφέροντα μια κοινωνικής ομάδας.

Το “Απαιτώντας το αδύνατο” ειναι πρωτίστως μια κριτική ιστορία των αναρχικών ιδεών και κινημάτων, αναζητώντας την προέλευση και ανάπτυξη τους, απο τους αρχαίους πολιτισμούς μέχρι σήμερα. Eξετάζει συγκεκριμένους στοχαστές αλλά δε, θεωρεί τις δουλειές τους ως αυτο-αναφορικά και ολοκληρωμένα κείμενα.

Προσπαθεί να τοποθετήσει τους στοχαστές και τα έργα τους σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό και προσωπικό πλαίσιο αλλά και ως μέρος των ευρύτερων παραδόσεων.

Το από που μπορεί κάποιος να ξεκινήσει και να τελειώσει σε μια τέτοια μελέτη είναι προφανώς υπό συζήτηση. Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πως η μελέτη του αναρχισμού θα έπρεπε να ξεκινήσει με τον Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν, τον πρώτο αυτο-αποκαλούμενο αναρχικό, και να περιοριστεί μόνο στους επόμενους στοχαστές που αποκάλεσαν τους εαυτούς τους αναρχικούς. Από μια τέτοια μελέτη θα έπρεπε υποθετικά να εξαιρεθεί ο Γκόντγουιν, ο οποίος θεωρείται συνήθως ο πρώτος μεγάλος αναρχικός στοχαστής, όπως και o Τολστόυ, ο οποίος ήταν επιφυλακτικός στο να αποκαλεί τον εαυτό του αναρχικό, εξαιτίας των αρνητικών συνειρμών της λέξης επί των ημερών του. Θα έπρεπε επίσης να περιορίσει τον εαυτό του σε συγκεκριμένες περιόδους της ζωής των πιο σημαντικών στοχασ τών.

Ο Προυντόν, για παράδειγμα, προς το τέλος της ζωής του υποχώρησε από τον αναρχισμό ενώ ο Μπακούνιν και o Κροπότκιν συστρατεύτηκαν κάτω απο το αναρχικό λάβαρο στην ωριμότητα τους.

Γενικά, προσδιορίζω ως αναρχικό αυτό το άτομο το οποίο απορίπτει όλες τις μορφές της εξωτερικής κυβέρνησης και το Κράτος, και πιστεύει οτι η κοινωνία και τα άτομα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν καλύτερα χωρίς αυτούς.

Ο φιλελεύθερος από την άλλη είναι αυτός ο οποίος έχει την ελευθερία ως υπέρτατο αγαθό και θα ήθελε να περιορίσει τη δύναμη της κυβέρνησης στο ελάχιστο, και αυτό σε ίτι αφορά την ασφάλεια. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αναρχικού και φιλελεύθερου είναι λεπτή, και στο παρελθόν οι δύο όροι έχουν χρησιμοποιηθεί εναλακτικά ο ένας για τον άλλο. Αλλά ενώ όλοι οι αναρχικοί ειναι φιλελεύθεροι, όλοι οι φιλελεύθεροι δεν είναι αναρχικοί. Ακόμα και έτσι, είναι μέλη της ίδιας φατρίας, μοιράζονται τους ίδιους απογόνους και έχουν πολλές ομοιότητες. Και κάποιες φορές σχηματίζουν δημιουργικές ενώσεις.Σε αυτή τη μελέτη έχω ακολουθήσει το παραδειγμα του Κροπόκτιν ο οποίος, στο διάσημο άρθρο του για την Encyclopaedia Britannica(1910), εντοπίζει την αναρχική “τάση” πίσω, μέχρι το Λάο Τζού και τον αρχαίο κόσμο. Είμαι πρόθυμος να θεμελιώσω τους δικαιολογημένους ισχυρισμούς για μια αναρχική παράδοση αφού ο αναρχισμός δεν εμφανίστηκε απότομα τον δέκατο ένατο αιώνα και μόνο οταν κάποιος αποφάσισε να αποκαλέσει τον εαυτό του αναρχικό. Θα ήθελα επίσης να ξεσκεπάσω αυτό που ο Μάρρευ Μπουκτσίν αποκάλεσε “μια κληρονομιά ελευθερίας” και να ξανασχηματίσω μια ακτή ελευθεριακής σκέψης που έχει καλυφθεί η αποκρυφθεί κατά το παρελθόν απο την κυρίαρχη εξουσιαστική κουλτούρα. Πρωταρχικά περιόρισα τον εαυτό μου στους στοχαστές. Ποιητές σαν τον Σέλλευ και συγγραφείς σαν τους Φράντς Κάφκα, Β. Traven και Ούρσουλα Λε Γκέν που εκφράζουν μια βαθιά αναρχική ευαισθησία τους έχω αφήσει με επιφυλακτικότητα έξω και η πλούσια φλέβα της αναρχικής τέχνης ακουμπήθηκε μόνο. Τα κίνητρα μου πηγάζουν πρωταρχικά από τη θέληση μου να δείξω την έκταση και το βάθος της αναρχικής φιλοσοφίας και να αποβάλω την λαική προκατάληψη ότι η αναρχική παράδοση δεν έχει παράξει στοχαστές πρώτου μεγέθους.

Το “Απαιτώντας το Ακατόρθωτο” έχει ως σκοπό το να είναι μια ιστορία της αναρχικής σκέψης και δράσης. Ενώ επιχειρεί να τοποθετήσει τους στοχαστές και τις ιδέες στο ιστορικό και κοινωνικό τους πλαίσιο, η έμφαση που θα δοθεί θα είναι στην ανάπτυξη του αναρχισμού σε ένα πλούσιο, βαθύ και αυθεντικό σώμα ιδεών και αξιών. Θα πρέπει να είναι λοιπόν ιστορικού αλλά και φιλοσοφικού ενδιαφέροντος. Δεν έχει γραφτεί με σκοπό τη προπαγάνδα, αλλά οι δικές μου συμπάθιες δίχως άλλο θα λάμψουν στο δρόμο.

Μια μελέτη του αναρχισμού θα δείξει ότι η διάθεση για ελευθερία δεν είναι μόνο ένα κεντρικό μέρος της συλλογικής μας εμπειρίας αλλά ανταποκρίνεται σε ένα βαθύ ανθρώπινο συναίσθημα. Η ελευθερία είναι απαραίτητη για αυθεντική σκέψη και δημιουργικότητα. Είναι επίσης και μια φυσική επιθυμία εφόσον μπορούμε να δούμε πως σε κανένα ζώο δεν του αρέσει να μπαίνει σε κλουβί και όλα τα συνειδητά όντα απολαμβάνουν την ελεύθερη ικανοποίηση των επιθυμιών τους.

Ο αναρχισμός περαιτέρω αναζητά στη κοινωνική ζωή ότι φαίνεται να λειτουργεί στη φύση: το κάλεσμα για αυτο-διαχείριση στη κοινωνική ζωή αντικατοπτρίζει την αυτο-ρύθμιση και αυτο-οργάνωση της ίδιας της φύσης. O αναρχισμός απορίφθηκε από τους αντιπαάλους του ως γελίος και παράλογος. Οι εξουσιαστικοί Μαρξιστές αντηχούν τον Λένιν και τον απορίπτουν μαζί με άλλες μορφές “αριστερού” κομμουνισμού ως μια “βρεφική διαταραχή”.  Από αυτή τη σκοπιά βρίσκουν παρέα στους ορθόδοξους Φρουδικούς που πιστεύουν ότι ο πολιτισμός μπορεί να υπάρξει μόνο στη βάση της εκτεταμένης απόθησης των ενστικτοδών ορμών.  Υπονοείται οτι οι αναρχικοί προβάλουν στο Κράτος όλο το μίσος που ένιωσαν για την πατρική εξουσία. Έτσι μια σοβαρή ηθική και κοινωνική φιλοσοφία υποβαθμίζεται σε μια πατροκτόνα ευχή με άσχημο τέλος ή απορρίπτεται ως μια μορφή θεραπείας βρεφικής νεύρωσης. Ισχυρίζονται περεταίρω ότι ο αναρχισμός υπολείπεται φιλοσοφικής βάσης και η έκληση του είναι θεμελιωδώς συναισθηματική.

Αν αυτοί οι ισχυρισμοί είναι ακριβείς, θα ήταν δύσκολο να εξηγηθεί γιατί μερικά από τα καλύτερα μυαλά αυτού του αιώνα, όπως ο Μπέρτραντ Ράσελ και ο Νόαμ Τσόμσκυ εξέλαβαν την αναρχική φιλοσοφία τόσο σοβαρά, ακόμα και αν δεν ενστερνίσθηκαν πλήρως τα συμπεράσματα της. Θα αποδεικνύοταν επίσης δύσκολη η καταγραφή της ευρείας επιροής του αναρχισμού σαν ενα κοινωνικό κίνημα αυτό τον αιώνα, ιδίως στην Ισπανία, αν δεν προσέφερε μια λογική και χρήσιμη απάντηση σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Mακριά από το να είναι ουτοπικος ή αταβιστικός, ο αναρχισμός μάχεται ευθέως με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα άτομα και οι κοινότητες τόσο στις εξελιγμένες βιομηχανικές κοινωνίες όσο και στις αγροτικές.

Η συνεχιζόμενη έλξη που ασκεί ο αναρχισμός πιθανότατα εντοπίζεται στην  αδιάκοπη συσχέτιση του με τις λογικές αλλά και συναισθηματικές παρορμήσεις που  βρίσκονται βαθιά στον καθένα μας. Είναι ταυτοχρόνως άποψη, τρόπος ζωής αλλά και κοινωνική φιλοσοφία. Aντιπροσωπεύει μια επεξηγηματική ανάλυση των ήδη υπάρχοντων θεσμών και πρακτικών, και την ίδια στιγμή προσφέρει την προοπτική για μια ριζοσπαστικά μετασχηματισμένη κοινωνία. Πάνω από όλα διαφυλάσει τη μαγευτική ιδέα της προσωπικής αλλά και κοινωνικής ελευθερίας -και με την αρνητική έννοια της απελευθέρωσης από όλα τα εξωτερικά δεσμά και την επιβαλλόμενη εξουσία – αλλά και με τη θετική έννοια της ελεύθερης  απόλαυσης της πλήρους αρμονίας της ύπαρξης. Όποια και να είναι η μελλοντική του επιτυχία ως ιστορικό κίνημα, ο αναρχισμός θα παραμείνει ένα θεμελιώδες μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας, γιατί το πάθος για την ελευθερία είναι μια από τις πιο βαθιές μας ανάγκες και το όραμα για μια ελεύθερη κοινωνία είναι ένα από τα παλαιότερα όνειρα μας. Κανένα δεν μπορεί να κατασταλλεί πλήρως. Και τα δύο θα επιβιώσουν όλων των εξουσιαστών και των Κρατών τους.

Ένα σχόλιο »

  1. […] Εδώ η μεταφρασμένη εισαγωγή του βιβλίου […]

Σχολιάστε